συναυλισμός

συναυλισμός
ὁ, ΜΑ [συναυλίζομαι]
μσν.
συγκατοίκηση
αρχ.
(για στρατεύματα) στρατοπέδευση σε γειτονικές περιοχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”